Αγίου Ιωάννη, μονή

Αγίου Ιωάννη, μονή
Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, στον οικισμό Καρέα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού. O χρόνος ίδρυσής του δεν είναι γνωστός. Η χρονολογία 1575, σε επιγραφή, ανάγεται στον χρόνο ανακαίνισής του. Την εποχή αυτή είχε μετόχι το μοναστήρι Ασωμάτων Κουκοπούλη (Πετράκη). Μετά την ανακαίνιση, το 1673, του μοναστηριού Ασωμάτων από τον Πελοποννήσιο ιατροφιλόσοφο και μοναχό του Καρέα, Παρθένιο Πετράκη, οι μοναχοί κατέβηκαν στο καινούργιο μοναστήρι και το μοναστήρι του Καρέα μεταβλήθηκε σε μετόχι. To καθολικό του μοναστηριού είναι εκκλησία σταυροειδής, εγγεγραμμένη με τρούλο, που στηρίζεται σε τέσσερις κολόνες. Διατηρούνται ορισμένες τοιχογραφίες. Η μονή είναι επίσης γνωστή ως Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα (ή Καρέως). 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου, γνωστό κυρίως ως μονή Καψά (βλ. λ.). 3. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, γνωστό κυρίως ως μονή Κυνηγού. 4. Γυναικείο μοναστήρι κοντά στο χωριό Πελόπι του νομού Ηλείας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 5. Ανδρικό μοναστήρι στο νομό Ρεθύμνης, γνωστό κυρίως ως Πρέβελι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μονή — Ονομασία επτά μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Χολαργό του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την αρχιεπισκοπή. Ιδρύθηκε το 1971. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Πετρούπολη του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στα ΒΔ των Μεγάρων, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνoς. Δεν είναι γνωστός o χρόνος ίδρυσής του. Αναφέρεται ότι το 1730 το μοναστήρι βρισκόταν σε ακμή. Από το 1833 που… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο στη Νάξο, 3 χλμ. από την πρωτεύουσα του νησιού. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Παροναξίας. Το μοναστήρι ιδρύθηκε στα μέσα του 18ου αι. Υπάρχει σε αυτό και παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου καθώς και ομώνυμος τριώροφος πύργος …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μονής Αγίου Νεοφύτου (Τάλα Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί σε πέντε αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας της Μονής του Αγίου Νεοφύτου, που βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πάφου. Η συλλογή του αποτελείται αφ’ ενός μεν από εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως εικόνες, ιερατικά άμφια… …   Dictionary of Greek

  • Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Ναύπακτο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 92 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 75 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές… …   Dictionary of Greek

  • Πετράκη, μονή — Βρίσκεται στην Αθήνα, πίσω από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μέσα σε μικρή συστάδα από αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια, που αποτελούν το τελευταίο υπόλειμμα του δάσους που σκέπαζε παλιότερα την περιοχή. Στο κτίριο που χτίστηκε τελευταία στην Α πλευρά …   Dictionary of Greek

  • Κυνηγού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στη βόρεια άκρη του Υμηττού, στην επικράτεια του δήμου Αγίας Παρασκευής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. ή στις αρχές του 13ου και ανακαινίστηκε τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Αγίων Πάντων, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Λέγεται και Βαρλαάμ. Βλ. λ. Μετέωρα. 2. Γυναικείο μοναστήρι στις Σπέτσες. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. 3. Γυναικείο μοναστήρι στο Γύθειο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου. 4.… …   Dictionary of Greek

  • Στουδίου μονή — Μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, που ιδρύθηκε επί αυτοκράτορα Λέοντα A’ (463) και αφιερώθηκε στη μνήμη του Άγιου Ιωάννη του Πρόδρομου. Την ονομασία του την οφείλει στον ιδρυτή του, μεγιστάνα Στούδιο. Στις αρχές του 9ου αι. ήταν ένα από τα πιο… …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”