Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μονή — Ονομασία επτά μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Χολαργό του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την αρχιεπισκοπή. Ιδρύθηκε το 1971. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Πετρούπολη του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων… … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στα ΒΔ των Μεγάρων, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνoς. Δεν είναι γνωστός o χρόνος ίδρυσής του. Αναφέρεται ότι το 1730 το μοναστήρι βρισκόταν σε ακμή. Από το 1833 που… … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο στη Νάξο, 3 χλμ. από την πρωτεύουσα του νησιού. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Παροναξίας. Το μοναστήρι ιδρύθηκε στα μέσα του 18ου αι. Υπάρχει σε αυτό και παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου καθώς και ομώνυμος τριώροφος πύργος … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μονής Αγίου Νεοφύτου (Τάλα Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί σε πέντε αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας της Μονής του Αγίου Νεοφύτου, που βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πάφου. Η συλλογή του αποτελείται αφ’ ενός μεν από εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως εικόνες, ιερατικά άμφια… … Dictionary of Greek
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Ναύπακτο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 92 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 75 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές… … Dictionary of Greek
Πετράκη, μονή — Βρίσκεται στην Αθήνα, πίσω από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μέσα σε μικρή συστάδα από αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια, που αποτελούν το τελευταίο υπόλειμμα του δάσους που σκέπαζε παλιότερα την περιοχή. Στο κτίριο που χτίστηκε τελευταία στην Α πλευρά … Dictionary of Greek
Κυνηγού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στη βόρεια άκρη του Υμηττού, στην επικράτεια του δήμου Αγίας Παρασκευής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. ή στις αρχές του 13ου και ανακαινίστηκε τον ίδιο… … Dictionary of Greek
Αγίων Πάντων, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Λέγεται και Βαρλαάμ. Βλ. λ. Μετέωρα. 2. Γυναικείο μοναστήρι στις Σπέτσες. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. 3. Γυναικείο μοναστήρι στο Γύθειο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου. 4.… … Dictionary of Greek
Στουδίου μονή — Μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, που ιδρύθηκε επί αυτοκράτορα Λέοντα A’ (463) και αφιερώθηκε στη μνήμη του Άγιου Ιωάννη του Πρόδρομου. Την ονομασία του την οφείλει στον ιδρυτή του, μεγιστάνα Στούδιο. Στις αρχές του 9ου αι. ήταν ένα από τα πιο… … Dictionary of Greek
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek